- αραρίσκω
- ἀραρίσκω (Α)Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί2. συναρμολογώ, κατασκευάζω3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω4. παρασκευάζω, ετοιμάζω5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστοςII. (μτχ.) ἀρηρώς κ. ἀραρώς, -υῑα, -ός1. πυκνός στη διάταξη, στερεά συγκροτημένος2. εφοδιασμένος, στολισμένος3. προσαρμοσμένος, ταιριαστός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. αραρίσκω είναι νεώτερος σχηματισμός από τον β' αόριστο ήραρον (απρμφ. αραρείν) και το επίθημα -ίσκω. Ο αόριστος αυτός, καθώς και ο αρχ. πρκμ. ἄραρα, προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας αρ - «συνάπτω, ταιριάζω» (πρβλ. αρμ. αόρ. arari «έκανα»), η οποία απαντά επιπλέον σε μια σειρά λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. arānte «εγκαθίσταμαι», αβεστ. arәm «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. αραρίσκω είναι συνήθης αποκλειστικά στην ποίηση, ήδη στην Ιλιάδα.ΠΑΡ. άρθρο, άρμα, αρμόςαρχ.αραρότως, αρθμός, άρμα (Ι), αρμή].
Dictionary of Greek. 2013.